Δε χωρά αμφιβολία πως η σειρά Silent Hill είναι αυτή που καθιέρωσε ένα ολόκληρο είδος video games, αυτό των survival-horror. Αυτή η θρυλική σειρά αποτελεί πηγή έμπνευσης για δεκάδες άλλα παιχνίδια και σειρές που έχουμε σήμερα καθιερωμένες. Με το franchise να μετρά εννέα mainline τίτλους από το 1999 και με το Silent Hill 2 να θεωρείται το καλύτερο παιχνίδι για το franchise, η σειρά της Konami άνοιξε τον δρόμο ώστε να μπορέσουν άλλα horror παιχνίδια να τρέξουν.
Με τον καλύτερο τίτλο να θεωρείται για πολλούς το Silent Hill 2 και με την Konami να δέχεται μεγάλη πίεση για πολλά χρόνια από τους φαν της σειράς να επιστρέψει, η εταιρεία παίρνει μια από τις καλύτερες αποφάσεις που θα μπορούσε να πάρει και αναθέτει στην μύστησα ομάδα ανάπτυξης της Bloober Team να αναλάβει την ανάπτυξη του παιχνιδιού από την αρχή για ένα ολικό remake. Δεν μπορώ να τονίσω αρκετά πως δεν υπάρχει πιο ικανό studio για να αναλάβει κάτι τόσο εμβληματικό και σχεδόν άρτιο από την Bloober Team. Έτσι, Konami και Bloober Team συνεργάζονται και κάνουν το χατίρι στο φανατικό κοινό παραδίδοντας τους 23 χρόνια μετά τη πρώτη του κυκλοφορία ένα πιστό remake για το Silent Hill 2. Πρόκειται για μια εκμοντερνισμένη έκδοση, καρέ προς καρέ, που αποτίει φόρο τιμής, δημιουργώντας κάτι καινούργιο αλλά παράλληλα κρατώντας τη συνταγή αναλλοίωτη.
Η ιστορία εξελίσσεται γύρω από τον James Sanderland ο οποίος έμεινε χήρος τρία χρόνια πριν τα γεγονότα του παιχνιδιού, όταν ξαφνικά η σύζυγος του που είχε πεθάνει από κάποια ασθένεια τον καλεί να έρθει στην πόλη Silent Hill για να συναντηθούν. Ο James, πιστεύοντας στο γράμμα που έλαβε, σπεύδει για να βρει την αγαπημένη του Mary στο ιδιαίτερο τους σημείο. Ωστόσο η διαδρομή του και η διαμονή του στην πόλη δεν είναι τόσο απλή αφού περνάει τα πάνδεινα και έρχεται αντιμέτωπος με τους χειρότερους εφιάλτες που θα μπορούσε να σκεφτεί ο ανθρώπινος νους. Κατά τη διάρκεια συναντάει και άλλες μυστηριώδης φιγούρες οι οποίες άλλοτε φαίνονται φιλικές και άλλοτε κρύβουν τους δικούς τους δαίμονες.
Πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο σενάριο το οποίο ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί διαφορετικά. Αυτό που μπορούμε να μεταφέρουμε με απλά λόγια και χωρίς να μπούμε σε spoilers είναι πως δεν πρόκειται για μια ιστορία αγάπης όπου απλά ο πρωταγωνιστής μας τρέχει να βρει την γυναίκα του αλλά για κάτι βαθύτερο και πολύ πιο σκοτεινό. Φυσικά η πλοκή του παιχνιδιού παραμένει χωρίς αλλοιώσεις και περιμένει από τους παίκτες να βρουν οκτώ διαφορετικά τέλη, με δύο από αυτά να είναι καινούργια από την ομάδα της Bloober η οποία και χειρίζεται αυτό το ευαίσθητο κομμάτι με σεβασμό. Η ολοκλήρωση του παιχνιδιού αρχικά κυμαινόταν στις 10 περίπου ώρες, όμως τώρα αυτή η διάρκεια έχει διπλασιαστεί.
Το παιχνίδι παραμένει κλασικό και αυθεντικό έπειτα από όλα αυτά τα χρόνια. Το remake έχει την ικανότητα να υποδεχτεί τόσο νέους όσο και παλιούς παίκτες οι οποίοι σίγουρα θα το εκτιμήσουν λιγάκι παραπάνω. Σας κλείνω το μάτι και θα μπορούσα να πω πως για όσους έχουν παίξει ξανά το παιχνίδι το remake μπορεί να μοιάζει και ως συνέχεια. Αλλάζοντας απλά τη γωνία της κάμερας και εκμοντερνίζοντας τον τεχνικό τομέα για το 2024 το Silent Hill 2 μοιάζει φρέσκο αλλά παράλληλα το gameplay και όλα τα βασικά στοιχεία του παιχνιδιού παραμένουν αναλλοίωτα στον χρόνο.
Αρχικά πρέπει να πούμε πως το παιχνίδι οπτικά είναι πολύ όμορφο. Η σκοτεινή και πεσιμιστική ατμόσφαιρα σε συνδυασμό με τα ομιχλώδη τοπία τραβάει απευθείας τον παίκτη από το χέρι και τον μεταφέρει στην εφιαλτική πόλη. Κάθε γωνιά, κάθε σημείο είναι μοναδικό και η Bloober έχει δώσει τεράστια προσοχή στη λεπτομέρεια. Από τα μυστικά της πόλης έως και τους διαδρόμους των κτηρίων και τα δωμάτια υπάρχουν λεπτομέρειες που μαρτυρούν την κοπιαστική δουλειά της Bloober. Φυσικά, δεν είναι όλα ρόδινα. Οι developers χρησιμοποιούν κυρίως σκούρες παλέτες και η ομίχλη που έχει ρόλο όπου πρέπει λειτουργούν προς όφελος της, κρύβοντας κάποιες από τις αδυναμίες του παιχνιδιού. Ακόμη και έτσι όμως, το καμουφλάρισμα αυτό γίνεται με έξυπνο τρόπο.
Μεγαλύτερος εχθρός του παιχνιδιού δεν είναι ούτε τα “μανεκέν”, ούτε οι “νοσοκόμες”, αλλά το σκοτάδι. Πολλές φορές το παιχνίδι μας παγιδεύει στο σκοτάδι. Τα φώτα σβήνουν και ακόμα και με τον πιστό φακό του James δε μπορούμε σε μεγάλους διαδρόμους να δούμε πέρα από τη μύτη μας, έχοντας ως αποτέλεσμα να χάσουμε από στοιχεία και κάποια πόρτα που ίσως να ανοίγει ή τον προσανατολισμό μας. Αυτό το φαινόμενο συνήθως υπάρχει σε κλειστούς διαδρόμους, ωστόσο συναντάται και μερικές φορές όταν μας κυνηγάει κάποιος εχθρός. Βρήκα πολλές φορές τον εαυτό μου να κινείται στα τυφλά και αναγκάστηκα να αυξήσω τη φωτεινότητα από τις ρυθμίσεις για να συνεχίσω.
Το μεγαλύτερο μέρος του παιχνιδιού το πέρασα στο Quality Mode και παρά τη θυσία των 60FPS στη πραγματικότητα κάτι λιγότερο από 55 θεωρώ πως άξιζε η επιλογή αυτή αφού για ένα παιχνίδι αργό, χωρίς πολύ δράση, η ατμόσφαιρα του το “επιβάλλει”. Όχι πως και στο Performance Mode το παιχνίδι δείχνει άσχημο όμως η δουλειά της Bloober αντανακλάται καλύτερα με το Quality Mode. Φυσικά κάποιος μπορεί να απολαύσει την εμπειρία του Silent Hill 2 και στο Performance Mode αλλά δε θα το σύστηνα μιας που η δράση είναι σπάνια.
Τέλος, πρέπει να αναφέρω πως το τελικό προϊόν δεν συνάδει με όσα είδαμε από την πολυσυζητημένη παρουσίαση του παιχνιδιού και πως υπάρχουν σημαντικές βελτιώσεις από τότε. Παρόλα αυτά, βρέθηκα αντιμέτωπος με μερικά collision glitches στην αρχή του παιχνιδιού ενώ σε απρόβλεπτα σημεία που δεν υπήρχε δράση και κυρίως σε κλειστούς χώρους, παρατηρούνταν κάποια frame drops.
Εκεί όπου επίσης το remake του Silent Hill 2 διαπρέπει είναι στον ακουστικό τομέα. Προσωπικά θεωρώ πως το sound engineering του παιχνιδιού είναι ένα από τα καλύτερα για φέτος και σίγουρα ένα από τα δικά μου κορυφαία μαζί με το remake του Resident Evil 2 και το Senua’s Saga: Hellblade II. Το ambience του παιχνιδιού δεν μπορεί να περιγραφεί πόσο εξαιρετικό είναι. Από το εξωτερικό περιβάλλον και τα σοκάκια της πόλης που σε βάζουν αμέσως στο κλίμα του Silent Hill έως τις κινήσεις από τα άκρα των εχθρών και τις σταγόνες της βροχής που πέφτουν σε ποικίλα αντικείμενα με διαφορετικές υφές. Γι’ αυτό και η χρήση ακουστικών και ειδικότερα 3D audio ακουστικών είναι απαραίτητη.
Όσο για τη μουσική υπόκρουση του παιχνιδιού, οι δημιουργοί του έχουν ενορχηστρώσει από την αρχή το πρωτότυπο soundtrack ενώ στο σύνολο έχουν προστεθεί και νέα κομμάτια. Δεν μπορώ να πω πως μου έχουν χαραχτεί στη μνήμη όμως ταιριάζει γάντι με τις σκηνές του παιχνιδιού και με το ύφος τους. Το αποτέλεσμα είναι μια μελωδική ατμόσφαιρα που ακολουθεί διακριτικά κάθε βήμα του James, δημιουργώντας μια ακόμα πιο δυνατή εμπειρία.
Το αρχικό Silent Hill 2 ήταν γνωστό για την εξαιρετική φωνητική του ερμηνεία, και το ίδιο ισχύει και για το remake, στο οποίο οι ταλαντούχες ερμηνείες προσδίδουν βάθος και λεπτότητα σε κάθε ρόλο, ενισχύοντας τον συναισθηματικό αντίκτυπο της ιστορίας.
Παρόλο που έχουμε μία νέα προοπτική στο remake αμέσως καταλαβαίνουμε πως ο χειρισμός δεν έχει γεράσει καλά, παρόλο που έχουμε στον έλεγχο μας την κάμερα αυτή τη φορά. Σίγουρα το shooting είναι αρκετά ικανοποιητικό όμως υπάρχουν στιγμές που παρουσιάζονται αδυναμίες. Για παράδειγμα όταν έχουμε να κάνουμε με παραπάνω από δύο εχθρούς, το reload του πιστολιού δε σταματάει για να χρησιμοποιήσουμε το melee και να τους ξεφύγουμε. Το ίδιο συμβαίνει και στην προσπάθεια μας να αποφύγουμε και να τρέξουμε μακριά. Μια νέα προσθήκη στο gameplay είναι είναι αυτή του dodge. Επίσης τα πλήκτρα είναι προσαρμόσιμα και μπορούμε να τα αλλάξουμε κατά την αρεσκεία μας.
Το σύστημα μάχης είναι απλό και αποτελεσματικό, λειτουργεί, απλά χρειάζεται το χρόνο του στην αρχή μέχρι να καταλάβεις πως λειτουργούν οι εχθροί που έρχονται πάνω σου. Υπάρχει η επιλογή να αποφύγεις την εμπλοκή με κάποιο πλάσμα σχεδόν σε όλο το παιχνίδι όμως θα υπάρχουν και στιγμές που ο James θα βρεθεί στριμωγμένος. Η μάχη σώμα με σώμα είναι απίστευτα ικανοποιητική, προσφέροντας ένταση και αμεσότητα σε κάθε σύγκρουση. Το παιχνίδι ενθαρρύνει τη χρήση του melee, παρόλο που ο πρωταγωνιστής κουβαλάει όπλα, τα πυρομαχικά του είναι μετρημένα. Το shooting υπάρχει για να καθυστερήσουμε κάποιον εχθρό αλλά αν δεν υπάρχει άλλη επιλογή είναι προφανές πως μπορούμε να ανοίξουμε το μονοπάτι μας με το πιστόλι. Γενικότερα το gameplay είναι λίγο trial and error. Επίσης εδώ συναντάμε αρκετή λεπτομέρεια. Ο James είναι ένας απλός άνθρωπος, δεν έχει εκπαιδευτεί για ακραίες καταστάσεις όπως ο Leon για παράδειγμα. Έτσι η απειρία του αποτυπώνεται στον τρόπο που χειρίζεται τα όπλα του αλλά και τον τρόπο που χτυπάει με τη σανίδα και το σωλήνα του.
Η A.I είναι αρκετά πονηρή και επίμονη και τα πλάσματα θα μας κυνηγήσουν on sight. Όπως είπαμε υπάρχει επιλογή να τα αποφύγουμε ενώ το παιχνίδι μας προδίδει για το πότε πλησιάζουν εχθροί με ένα ραδιάκι που κουβαλάμε, κάνοντας τον στατικό θόρυβο πιο έντονο ανάλογα με το πόσο κοντά βρίσκονται. Επίσης οι εχθροί δεν συμπαθούν καθόλου το φως και βλέποντας τον φακό του James θα επιτεθούν. Κάθε τύπος εχθρού έχει και τις ανάλογες αδυναμίες αλλά και ιδιαιτερότητες. Για παράδειγμα τα “μανακέν” έχουν την ικανότητα να κρύβονται κάτω από καρέκλες και τραπέζια ακόμη και σε κοινή θέα και να κάνουν blend με το περιβάλλον. Για εμένα είναι ίσως ο πιο συναρπαστικός αντίπαλος, μιας που είναι πολύ ενδιαφέρον ο τρόπος που αντιδρούν όταν τους συναντάμε αλλά και πως αντιμετωπίζονται.
Το παιχνίδι μπορεί να γίνει πολύ εύκολα βάναυσο και δεν μας αφήνει περιθώρια. Είναι σωστά ισορροπημένο και ευχαριστήθηκα αρκετά τη δυσκολία του στο medium. Ομολογώ δεν άντεξα τον μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας μιας που δεν είμαι συνηθισμένος σε τέτοιου είδους παιχνίδια, όμως πέρασα καλά, βασανίστηκα αλλά πέρασα καλά. Πέρα από τους εχθρούς, μας δίνεται η δυνατότητα να διαλέξουμε τη δυσκολία και για τους γρίφους, κάτι που βλέπουμε να επιστρέφει από το πρωτότυπο. Έτσι και εδώ το remake επιτρέπει στο παίκτη να ελέγξει το επίπεδο δυσκολίας ανάμεσα στο combat και τα puzzles φέρνοντας ολόκληρη την εμπειρία του Silent Hill 2 όπως το επιθυμεί. Κάποιοι γρίφοι όπως είναι αναμενόμενο είναι πιο δύσκολοι από κάποιους άλλους και άλλοι θα χρειαστεί να απομνημονεύσουμε στοιχεία για να τους λύσουμε και να προχωρήσουμε.
Το παιχνίδι δεν κατατοπίζει άμεσα τον παίκτη τι πρέπει να κάνει. Ωστόσο η “ανάγκη” για επιβίωση μας βάζει να ερευνήσουμε κάθε σπιθαμή στο level και κάθε δωμάτιο που υπάρχει για στοιχεία ή για προμήθειες όπως σφαίρες και φάρμακα. Ο James θα σημειώνει στο χάρτη του κάθε τι αξιοπερίεργο και εμείς θα πρέπει να ενώσουμε τις τελείες και να βγάλουμε συμπέρασμα, κάτι θετικό κατ’ εμέ μιας που μέσα σε όλη την μοντέρνα προσέγγιση θυμίζει τις παλιές εποχές. Αυτό ίσως αποστρέψει μερικούς όμως για τους περισσότερους αποτελεί ένα συναρπαστικό μέρος του παιχνιδιού. Είναι μία αργή και απαιτητική εμπειρία τρόμου η οποία δοκιμάζει την υπομονή μας σε κάθε βήμα.
Στο κείμενο αναφέρομαι αρκετές φορές για την ατμόσφαιρα του παιχνιδιού συνδυαστικά με τον οπτικό και ακουστικό τομέα, ωστόσο το immersion απογειώνεται με τη χρήση του DualSense στο PlayStation 5. Η Bloober Team εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις δυνατότητες του χειριστηρίου. Εκτός από το ηχείο που λειτουργεί ως προέκταση του ραδιοφώνου για να μας ειδοποιεί για εχθρούς η χρήση του haptic feedback είναι μία από τις καλύτερες που μπορούμε να συναντήσουμε. Κάθε σταγόνα ξεχωριστά της βροχής μεταφράζεται σε δονήσεις στο DualSense και άλλες πολλές λεπτομέρειες ακόμα.
Θέλω να είμαι ειλικρινής και να πω πως είμαι μεγάλος φαν των εμπειριών της Bloober. Γνωρίζω, βέβαια, ότι είναι μια ομάδα παραγωγής που μας έχει παρουσιάσει και κάποιες μέτριες δουλειές. Παρ’ όλα αυτά, υπό την καθοδήγηση της Konami, το studio έχει δώσει τον καλύτερo του εαυτό, προσφέροντας μία εξωπραγματική εμπειρία και “βάζοντας τα γυαλιά” σε πολλούς που το αμφισβήτησαν και εμένα συμπεριλαμβανομένου, δείχνοντας μας την πραγματική του αξία με το Silent Hill 2, που αποτελεί το προσωπικό του Έβερεστ. Μετά από μια εικοσαετία, η σειρά επιστρέφει δυναμικά, κάνοντας μας ανυπόμονους για τα επόμενα βήματα της και δημιουργώντας μας δίψα για νέα remakes.
Τρομακτικό; Ναι. Αποκρουστικό; Σίγουρα. Τρομερή ατμόσφαιρα; Αναμφίβολα. Ωστόσο ίσως να μην είναι για όλους και να χρειάζεται γερό στομάχι και υπομονή. Η Bloober Team κερδίζει ένα μεγάλο στοίχημα και αξίζει όλα τα συγχαρητήρια για την άψογη φροντίδα σε αυτό το θρυλικό παιχνίδι. To Silent Hill 2 εδραιώνεται ως ένα από τα καλύτερα remakes που έχουμε δει ποτέ και ως πρότυπο παραδειγματισμού.
To Bossfight.gr ευχαριστεί θερμά τη CD Media που μας παραχώρησε το παιχνίδι για τις ανάγκες του Review.
Περισσότερα σαν αυτό…
Πληροφορίες
- Είδος: Horror, Puzzle, Adventure
- Developer: Bloober Team
- Publisher: Konami
- Πλατφόρμες: PlayStation 5, PC
- Tested on: PlayStation 5
- Ημερομηνία κυκλοφορίας: 8 Οκτωβρίου
- PEGI: 18 (Violence)
- Players: Single-Player
- Προοπτική: Third-Person
- Τιμή Κυκλοφορίας: 69.99€
- Links: Website, Twitter, Steam, PlayStation Store